ῥώννυμαι

ῥώννυμαι
ῥώννυμι
strengthen
pres ind mp 1st sg
ῥώννυμι
strengthen
pres ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …   Dictionary of Greek

  • έρρωσο — (Α ἔρρωσο) βλ. ρώννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Προστ. παρακμ. τού ρ. ρώννυμαι] …   Dictionary of Greek

  • ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρώννυμαι — (Α) ανακτώ τις δυνάμεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ῥώννυμαι «είμαι δυνατός»] …   Dictionary of Greek

  • ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… …   Dictionary of Greek

  • συρρώννυμαι — Α ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι μαζί ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ῥώννυμαι «δυναμώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”